τεσσαρακόντορος

τεσσαρακόντορος
ἡ, Α
(ενν. ναῡς) πλοίο με σαράντα κουπιά ή σαράντα καθίσματα κωπηλατών, τεσσαρακοντήρης*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαράκοντα + -ορος (< ἐρέτης «κωπηλάτης»), πρβλ. πεντηκόντ-ορος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τεσσαρακόντορος — forty oared ship fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”